ψάκαλα

ψάκαλα
ψάκαλον
new-born animal: neut nom /voc /acc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψάκαλα — ψάκαλον new born animal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”